φωνακλάς, -ού, -άδικο

φωνακλάς, -ού, -άδικο
αυτός που συνηθίζει να μιλάει μεγαλόφωνα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φωνακλάς — ού, άδικο, Ν 1. αυτός που έχει τη συνήθεια να φωνάζει 2. αυτός που εκνευρίζεται εύκολα και βάζει τις φωνές. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωνάκλα + μεγεθ. κατάλ. ας (πρβλ. φρυδ άς)] …   Dictionary of Greek

  • φωναράς, -ού, -άδικο — φωνακλάς (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φωναράς — ού, άδικο, Ν φωνακλάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωνή + μεγεθ. κατάλ. αράς (πρβλ. κλεφτ αράς, υπν αράς)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”